παραίσια

παραίσια
παραίσιος
of ill omen
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραίσιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που είναι φορέας κακών οιωνών, δυσοίωνος («ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τήν αἴσαν + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

  • πορεγκεφαλία — η, Ν ιατρ. παιδική εγκεφαλοπάθεια, παραισία κοιλοτήτων στον εγκέφαλο οφειλόμενη σε τοπική αγενεσία τού εγκεφαλικού ιστού, με αποτέλεσμα την επικοινωνία τής πλάγιας κοιλίας με την επιφάνεια τών ημισφαιρίων, νόσος που εκδηλώνεται κλινικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”